ἐξανάστασις

ἐξανάστασις
-εως + N 3 1-0-0-0-0=1 Gn 7,4
getting up, creature; πᾶσαν τὴν ἐξανάστασιν ἣν ἐποίησα all the work that I caused to spring up, all my creatures
Cf. HARL 1986a, 133; TOV 1984a, 68; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξανάστασις — removal fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάσει — ἐξανάστασις removal fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξαναστάσεϊ , ἐξανάστασις removal fem dat sg (epic) ἐξανάστασις removal fem dat sg (attic ionic) ἐξαναστά̱σει , ἐξανίστημι raise up aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐξαναστά̱σει , ἐξανίστημι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάσεις — ἐξανάστασις removal fem nom/voc pl (attic epic) ἐξανάστασις removal fem nom/acc pl (attic) ἐξαναστά̱σεις , ἐξανίστημι raise up aor subj act 2nd sg (epic doric) ἐξαναστά̱σεις , ἐξανίστημι raise up fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάσεσι — ἐξανάστασις removal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάσεσιν — ἐξανάστασις removal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάσης — ἐξανάστασις removal fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐξαναστά̱σης , ἐξανίστημι raise up aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάσιας — ἐξανάστασις removal fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάσιες — ἐξανάστασις removal fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάσιος — ἐξανάστασις removal fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξανάστασιν — ἐξανάστασις removal fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”